enzyme
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαenzyme (en) [catalytic protein]
- το ένζυμο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
enzyme | enzymes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαenzyme (fr) θηλυκό
- το ένζυμο
enzyme (en) [catalytic protein]
ενικός | πληθυντικός |
enzyme | enzymes |
enzyme (fr) θηλυκό