[go: up one dir, main page]

      ενικός         πληθυντικός  
dilemma dilemmas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dilemma (en)

  • το δίλημμα
    ⮡  Don’t stress me out with non-existent dilemmas.
    Μη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα.