don
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdon (en)
- πανεπιστημιακός καθηγητής, ιδίως της Οξφόρδης ή του Καίμπριτζ
- αρχηγός της Μαφίας
Ρήμα
επεξεργασίαdon (en)
- φορώ (ρούχα)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
don | dons |
don (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdon (fr) αρσενικό