bela
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bela | belaj |
αιτιατική | belan | belajn |
bela (eo)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbela (pl)
Συγγενικά
επεξεργασία
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bela < (άμεσο δάνειο) αραβική بَلَاء (balāʾ) [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μπελάς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbela (tr)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ bela - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν