[go: up one dir, main page]

ενεστώτας allege
γ΄ ενικό ενεστώτα alleges
αόριστος alleged
παθητική μετοχή alleged
ενεργητική μετοχή alleging

allege (en) (επίσημο)

  • ισχυρίζομαι κάτι χωρίς να προσφέρω αποδείξεις
    He alleges that they robbed him.
    Ισχυρίζεται ότι τον έκλεψαν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend