abako
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abako | abakoj |
αιτιατική | abakon | abakojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabako (eo)
- ο άβακας
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
abako | abaki |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabako (io)
- ο άβακας