[go: up one dir, main page]

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abundi < abund- + -i
ρήμα abundi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abundas abundanta abundata
αόριστος abundis abundinta abundita
μέλλοντας abundos abundonta abundota
υποθετική abundus - -
προστακτική abundu - -

abundi (eo)



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

abundi (io)