cuisine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cuisine | cuisines |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcuisine (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (γαστρονομία) η κουζίνα, η μαγειρική, το στυλ μαγειρέματος
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cuisine | cuisines |
cuisine (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) η κουζίνα, το μαγείρεμα, η μαγειρική