[go: up one dir, main page]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προίκα οι προίκες
      γενική της προίκας των προικών
    αιτιατική την προίκα τις προίκες
     κλητική προίκα προίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προίκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προίξ[1] < πρό + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι < ἵκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sē̆ik-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προί‐κα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προίκα θηλυκό (γενική: προίκας και προικός)

  1. τα περιουσιακά στοιχεία (κυρίως ακίνητα και χρήματα) που στις παραδοσιακές κοινωνίες έδινε η οικογένεια της νύφης στο γαμπρό για την οικονομική εξασφάλιση της νέας οικογένειας
  2. τα είδη ρουχισμού και τα λοιπά κινητά αντικείμενα που ετοίμαζε η νύφη και η οικογένειά της για τον εξοπλισμό του νέου σπιτικού
    ⮡  είδη προικός
  3. (μεταφορικά) η αναγκαία χρηματοδότηση για ένα έργο
    ⮡  5% του προϋπολογισμού προίκα για την παιδεία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία