[go: up one dir, main page]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίντα οι πίντες
      γενική της πίντας των πιντών
    αιτιατική την πίντα τις πίντες
     κλητική πίντα πίντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίντα < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: pint

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίντα θηλυκό

  • μονάδα μέτρησης υγρού ή στερεού χωρητικότητας ίσης με το ένα όγδοο του γαλονιού, στη Βρετανία ισοδυναμεί με 0.568 του λίτρου και στις ΗΠΑ ισούται με 0.473 λίτρα (για μέτρηση υγρού) ή 0.551 λίτρα (για μέτρηση στερεού)