μαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλώνω < μεσαιωνική ελληνική μαλώνω < ομαλός
Ρήμα
επεξεργασίαμαλώνω , πρτ.: μάλωνα, στ.μέλλ.: θα μαλώσω, αόρ.: μάλωσα, μτχ.π.π.: μαλωμένος
- (μεταβατικό) (με αιτιατική) επιπλήττω κάποιον, του κάνω παρατήρηση
- (αμετάβατο) (με εμπρόθετο) τσακώνομαι με κάποιον, διαπληκτίζομαι
- ※ Κάθε φορά που τον βρίσκαν μπροστά τους, τον βρίζαν και πάντα θέλανε να μαλώνουν μαζί του. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- (αμετάβατο) διακόπτω σχέσεις
Εκφράσεις
επεξεργασία- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα: όταν κάποιοι τσακώνονται για πράγματα που δεν τους ανήκουν
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαλώνω | μάλωνα | θα μαλώνω | να μαλώνω | μαλώνοντας | |
β' ενικ. | μαλώνεις | μάλωνες | θα μαλώνεις | να μαλώνεις | μάλωνε | |
γ' ενικ. | μαλώνει | μάλωνε | θα μαλώνει | να μαλώνει | ||
α' πληθ. | μαλώνουμε | μαλώναμε | θα μαλώνουμε | να μαλώνουμε | ||
β' πληθ. | μαλώνετε | μαλώνατε | θα μαλώνετε | να μαλώνετε | μαλώνετε | |
γ' πληθ. | μαλώνουν(ε) | μάλωναν μαλώναν(ε) |
θα μαλώνουν(ε) | να μαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μάλωσα | θα μαλώσω | να μαλώσω | μαλώσει | ||
β' ενικ. | μάλωσες | θα μαλώσεις | να μαλώσεις | μάλωσε | ||
γ' ενικ. | μάλωσε | θα μαλώσει | να μαλώσει | |||
α' πληθ. | μαλώσαμε | θα μαλώσουμε | να μαλώσουμε | |||
β' πληθ. | μαλώσατε | θα μαλώσετε | να μαλώσετε | μαλώστε | ||
γ' πληθ. | μάλωσαν μαλώσαν(ε) |
θα μαλώσουν(ε) | να μαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαλώσει | είχα μαλώσει | θα έχω μαλώσει | να έχω μαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαλώσει | είχες μαλώσει | θα έχεις μαλώσει | να έχεις μαλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαλώσει | είχε μαλώσει | θα έχει μαλώσει | να έχει μαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαλώσει | είχαμε μαλώσει | θα έχουμε μαλώσει | να έχουμε μαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαλώσει | είχατε μαλώσει | θα έχετε μαλώσει | να έχετε μαλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαλώσει | είχαν μαλώσει | θα έχουν μαλώσει | να έχουν μαλώσει |
|