[go: up one dir, main page]

  Ετυμολογία

επεξεργασία

γύρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γύρω < γύρος στην αιτιατική < γύρωθεν[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γύ‐ρω
ομόηχο: γύρο

  Επίρρημα

επεξεργασία

γύρω

  1. (τοπικό επίρρημα)
    1. σε κυκλική τροχιά
      ⮡  η γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο
       συνώνυμα: τριγύρω, γύρωθε (λαϊκότροπο), ολόγυρα
    2. κοντά
      ⮡  θα πρέπει να βρίσκεται κάπου εδώ γύρω
  2. (ποσοτικό επίρρημα) περίπου
    ⮡  ζυγίζει γύρω στα 70 κιλά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. {Π:ΛΚΝ}}