[go: up one dir, main page]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βολή οι βολές
      γενική της βολής των βολών
    αιτιατική τη βολή τις βολές
     κλητική βολή βολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βολή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βολή[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βολή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βολή θηλυκό (από την έννοια της τυχερής ζαριάς, της τυχερής βολής των ζαριών)

  1. η άνεση, η βόλεψη
  2. οι συνθήκες που επικρατούν και κάνουν εύκολη τη ζωή σε ένα μέρος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία