βολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βολή | οι | βολές |
γενική | της | βολής | των | βολών |
αιτιατική | τη | βολή | τις | βολές |
κλητική | βολή | βολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βολή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βολή[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβολή θηλυκό
- η πραγματική ή εικονική ρίψη ή εκσφενδόνιση βλήματος στον πόλεμο, στο κυνήγι ή στην εξάσκηση σκοποβολής καθώς και κατά την δοκιμαστική χρήση βλητικών μηχανών ή και σε παιχνίδια (π.χ. στον υπολογιστή ή άλλες πλατφόρμες)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβολή θηλυκό (από την έννοια της τυχερής ζαριάς, της τυχερής βολής των ζαριών)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βουλή (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας