[go: up one dir, main page]

      ενικός         πληθυντικός  
bronca broncas

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bronca < άμεσο δάνειο από την ισπανική bronca

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁɔ̃.ka/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bronca (fr) θηλυκό