bailleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bailleur | bailleurs |
θηλυκό | bailleresse | bailleresses |
bailleur (fr)
Δείτε επίσης : bâilleur |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bailleur | bailleurs |
θηλυκό | bailleresse | bailleresses |
bailleur (fr)