[go: up one dir, main page]

Η σόουλ (soul) είναι ένα μουσικό είδος,[1] [2] [3] το οποίο συνδυάζει το R&B,[2] [3] την γκόσπελ[1] [2] [3] και τη σπιρίτσουαλ,[3] σε χορευτικές φόρμες. Από τη σόουλ προέρχονται η ντίσκο, η ποπ και το χιπ χοπ.[2] Σημαντικότερος προάγγελος του μουσικού αυτού είδους θεωρείται ο Ρέι Τσαρλς, ενώ οι γνωστότεροι μουσικοί της είναι οι Τζέιμς Μπράουν,[2] [3] Ότις Ρέντινγκ, Αρίθα Φράνκλιν, Ουίλσον Πίκετ, Αλ Γκριν, Στίβι Γουόντερ, Σμόκι Ρόμπινσον, Μάρβιν Γκέι.[1] [3] και η Έιμι Γουάινχαουζ.

Σόoυλ (Soul)
ΚαταγωγήR&B
Γκόσπελ
Σπιρίτσουαλ
Doo-wop
Τζαζ
Ροκ εν ρολ
(με έμφαση στο χορευτικό ήχο)
Τόπος γέννησηςΔεκαετία '60,
Νότιες Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
Μουσικά όργαναΧάλκινα πνευστά (σαξόφωνο, τρομπέτα)
Συναφή είδηΝτίσκο
Ποπ
Ραπ
Χιπ χοπ
Χάουζ
Είδη
Neo-soul
Urban Soul
 
Ο Ρέι Τσαρλς
 
Ο Τζέιμς Μπράουν
 
Η Αρίθα Φράνκλιν
 
Ο Κέρτις Μέιφιλντ
 
Ο Αλ Γκριν
 
Ο Στίβι Γουώντερ

Η σόουλ δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση της γκόσπελ,[1] [2] [3] του R&B,[2] [3] της σπιρίτσουαλ[3] και της doo-woop μουσικής.[1] Οι πρώτοι σόουλ μουσικοί (λίγο μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), καινοτομώντας μετέτρεψαν ουσιαστικά την γκόσπελ, σε μια πιο κοσμική μορφή τέχνης,[1] με δυνατά φωνητικά και χρήση χάλκινων πνευστών μουσικών οργάνων.[3] Ωστόσο, η άμεση εξάρτησή της από τις ικανότητες των ενορχηστρωτών, οδήγησε στη μετατροπή της, από ένα είδος που κινείτο με γνώμονα τα φωνητικά, σε ένα που βασιζόταν στους μουσικούς και τους ήχους των οργάνων τους. Ο τερματισμός της άμεσης εξάρτησης της σόουλ από τα φωνητικά έλαβε χώρα, κυρίως, σε Νέα Υόρκη, Μέμφις, Ντιτρόιτ και Φιλαδέλφεια, λόγω των ιδρύσεων των δισκογραφικών εταιρειών Atlantic (1947), Stax (1959), Tamla (1959), η οποία το 1960 εξελίχθηκε στη Motown, και International (1971), αντίστοιχα. Στη Νέα Υόρκη, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο παραγωγός και κριτικός Τζέρυ Ουέξλερ, ο οποίος ανακάλυψε την Αρίθα Φράνκλιν. Παρ' όλα αυτά, τo κίνημα της σόουλ υποστηριζόταν και από πολλούς λευκούς, οι οποίοι, παρά τα στερεότυπα της εποχής, δεν θεωρούσαν την αφρικανική κουλτούρα κακή ή εξευτελιστική, αλλά απλώς διαφορετική, σε αντίθεση με τους περισσότερους, κάτι στο οποίο είχε βοηθήσει και η τζαζ, μαζί με τα κοινωνικά και πολιτικά της επιτεύγματα. Αρχικά, αποτελούσε τη μουσική που άκουγαν οι νέοι μαύροι στις γιορτές και τις συναθροίσεις τους. Όταν, όμως, τα κινήματα υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων, άρχισαν να γιγαντώνονται, η σόουλ έγινε ένα από τα σύμβολα συσπείρωσής τους. Αν και το μουσικό αυτό είδος, δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα, η άνοδός του, το βοήθησε στο να αντιπροσωπεύσει μια από τις πρώτες και σημαντικότερες επιτυχίες των κινημάτων αυτών. Έτσι, υιοθετήθηκαν πολλά στοιχεία από το ροκ εν ρολ, όπως, η προσωπική έκφραση και η πολιτική εξέγερση. Καθώς, λοιπόν, και το μπλουζ έχανε την αίγλη του, η σόουλ εισήγαγε ένα νέο στυλ, στο οποίο η κομψότητα του χορού έπαιζε το σημαντικότερο ρόλο. Κατά τη δεκαετία του 1970, το φαινόμενο της σόουλ άρχισε να χάνεται, λόγω της ανόδου της φανκ και της εμφάνισης της ντίσκο μουσικής. Παρ' όλα αυτά, την επόμενη δεκαετία ήλθε μια έμμεση αναβίωσή της, με την άνοδο του χιπ χοπ. Λίγα χρόνια μετά, η σόουλ έμοιαζε να αναγεννιέται, όταν το είδος της urban soul έκανε την εμφάνισή του και κυριάρχησε στα μουσικά δρώμενα.

Πρώτα χρόνια

Επεξεργασία

Νέα Υόρκη

Επεξεργασία

Στη Νέα Υόρκη, δρούσε ο Ρόι Χάμιλτον: ένας από τους προάγγελους της σόουλ, ο οποίος ασχολείτο, κυρίως με τη γκόσπελ και την ποπ.

Πενσυλβάνια

Επεξεργασία

Στη Φιλαδέλφεια, ο ιεροκήρυκας Σάλομον Μπερκ συνδύασε το κήρυγμά του, με τους χορευτικούς ρυθμούς της σόουλ. Αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1970 και το τέλος εποχής για τη σόουλ του Μίσιγκαν, στην Πενσυλβάνια αναπτύχθηκε η δισκογραφική εταιρεία International, η οποία εκμεταλλεύθηκε την παρακμή της Motown και προσπάθησε να προωθήσει μουσικούς του νέου κύματος της σόουλ, όπως οι MFSB, O'Jays, Harold Melvin and the Blue Notes.

Τζώρτζια

Επεξεργασία

Στην Τζόρτζια, από τους αντιπροσώπους του κινήματος της σόουλ ξεχώρισαν ο Τζέιμς Μπράουν, ο οποίος χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, και στοιχεία από τη φανκ και την τζαζ, ο Ότις Ρέντινγκ, ο Στιβ Κρόπερ και ο Τσακ Ουίλς, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τη μουσική της δεκαετίας του 1920.

Νότια Καρολίνα

Επεξεργασία

Οι σημαντικότεροι σόουλ μουσικοί από τη Νότια Καρολίνα εκείνης της εποχής ήταν ο βαρύτονος Μπρουκ Μπέντον και ο Ντον Κόβεϊ. Ο Κόβεϊ συνεργάστηκε αργότερα με την Αρίθα Φράνκλιν.

Μια από τις περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία η σόουλ κυριάρχησε ήταν το Σικάγο του Ιλινόι, χάρις στις εμπνεύσεις του Κέρτις Μέιφιλντ, ο οποίος προσέθεσε στη σόουλ και πολλά τζαζ στοιχεία, ιδίως στα φωνητικά, της -επίσης επηρεασμένης από την τζαζ- αλλά και τη μπλουζ, Φοντέλα Μπας και του Σαμ Κουκ.

Μίσιγκαν

Επεξεργασία

Στο Ντιτρόιτ, οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του κινήματος ήταν οι Τζάκι Ουίλσον, Αρίθα Φράνκλιν και Λιτλ Γουίλι Τζον. Η άνοδος της δισκογραφικής Motown στην πολιτεία του Μίσιγκαν ενθάρρυνε τη χρήση έγχορδων οργάνων στη σόουλ. Στα κομμάτια της Motown περιγραφόταν, συνήθως, η ζωή των εφήβων. Αργότερα, το Μίσιγκαν ανέδειξε και άλλους σόουλ καλλιτέχνες, όπως οι Supremes, η Νταϊάνα Ρος, οι Four Tops, ο Νόρμαν Ουίτιφιλντ, οι Temptations, ο Σμόκι Ρόμπινσον, ο Μάρβιν Γκέι και ο Στίβι Γουόντερ. Ωστόσο, το 1972, η Motown μετέφερε την έδρα της από το Ντιτρόιτ στο Λος Άντζελες σηματοδοτώντας τη λήξη της σόουλ εποχής στην πολιτεία του Μίσιγκαν.

Η Stax δημιούργησε μια μίξη της R&B και της κάντρι μουσικής, με νηφάλιους ρυθμούς. Στο Μέμφις, ο Ουέξλερ προώθησε μουσικούς, όπως ο Ουίλσον Πίκετ. Επίσης, ένας από τους τραγουδιστές που ξεχώρισαν ήταν ο Τζέιμς Καρ.

Αλαμπάμα

Επεξεργασία

Στην πολιτεία της Αλαμπάμα ξεχώρισε ο Πέρσι Σλετζ.

Στο Τέξας ξεχώρισε ο Τζο Τεξ.

Καλιφόρνια

Επεξεργασία

Η σόουλ είχε μεγάλη αναγνωρισιμότητα, στο Λος Άντζελες χάρις στον Ντόμπι Γκρέι και τον Ρέι Τσαρλς.

Αμερικανικός Νότος

Επεξεργασία

Ο Άιζακ Χέιζ ανέπτυξε έναν υποτονικό, φανκ ήχο, ο οποίος έθεσε τις βάσεις για τη ντίσκο μουσική, ενώ ο Αλ Γκριν βοήθησε πολύ στο να γίνει αρκετά δημοφιλής η σόουλ μουσική με τα ερωτικά κομμάτια του.

Σόουλ και ροκ

Επεξεργασία

Ο Γκάρι Άντερσον επινόησε μια πιο τραχιά και πληθωρική εκδοχή του R&B, η οποία είχε κάποια κοινά στοιχεία με τη ροκ.

Νεώτερα χρόνια

Επεξεργασία

Δεκαετίες 1980 και 1990 και Urban soul

Επεξεργασία

Με τον όρο urban περιγράφονται οι προερχόμενες από το R&B μπαλάντες που γράφονταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εκπροσωπούνταν, κυρίως, από την Τζάνετ Τζάκσον και την Γουίτνεϊ Χιούστον. Με τη βοήθεια των παραγωγών Τζίμι Τζαμ και Τέρι Λιούις, το νέο μουσικό αυτό είδος πήρε πολλά κοινά στοιχεία από το χιπ χοπ και κυριάρχησε στον ευρύτερο χώρο της σύγχρονης μουσικής. Από το 1988 και μετά, η urban soul άρχισε να γίνεται όλο και πιο ρυθμική.

Η σόουλ πήρε το όνομά της τη δεκαετία του 1960. Έως τότε, ήταν γνωστή ως ένα από τα δημοφιλή είδη της μαύρης μουσικής, το οποίο είχε τις ρίζες του στo R&B,[3] και κατηγοριοποιείτο στη λεγόμενη Race music.[1] Γνώρισε μεγάλη ακμή, κυρίως, κατά την περίoδο 1965-1970.

Χαρακτηριστικά

Επεξεργασία

Τα κύρια χαρακτηριστικά της σόουλ είναι η δυνατή φωνή του τραγουδιστή και τα χάλκινα πνευστά μουσικά όργανα (σαξόφωνο, τρομπέτα), των οποίων τα μεγάλης έντασης ριφ, της προσδίδουν δυναμισμό και την κάνουν να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα είδη.[3] Ωστόσο, η άμεση εξάρτησή της από τους ενορχηστρωτές και τους παραγωγούς (όπως και στα περισσότερα συγγενή μουσικά είδη της ποπ), την έκανε να εξελιχθεί σε ένα είδος, το οποίο βασιζόταν πια στους ήχους των οργάνων και όχι στα φωνητικά.[1]

Πνευστά μουσικά όργανα της σοουλ

Επεξεργασία

Το σαξόφωνο που προέρχεται από το όνομα του δημιουργού (Αντόλφ Σαξ) του μουσικού οργάνου αυτού είναι ξύλινο πνευστό όργανο παρά την εξωτερική του εμφάνιση που είναι χάλκινη. Το σαξόφωνο είναι ένα απο τα σημαντικότερα όργανα για την σοουλ μουσική για τον λόγο του οτι μπορεί ο κάθε καλλιτέχνης να αυτοσχεδιάσει πάνω στις νότες που αυτή είναι η ουσία της τζαζ μουσικής.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 ^ A History of Soul Music Scaruffi.com
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 ^ Βιβλίο Μουσικής Γ' Γυμνασίου, σελ. 39-41
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 ^ Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμος 47, σελ. 363-364