ψευδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευδής η ψευδής το ψευδές
      γενική του ψευδούς* της ψευδούς του ψευδούς
    αιτιατική τον ψευδή την ψευδή το ψευδές
     κλητική ψευδή(ς) ψευδής ψευδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευδείς οι ψευδείς τα ψευδή
      γενική των ψευδών των ψευδών των ψευδών
    αιτιατική τους ψευδείς τις ψευδείς τα ψευδή
     κλητική ψευδείς ψευδείς ψευδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psevˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐δής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ψευδής -ής -ές

  • που δεν ισχύει, ο μη αληθής, που περικλείει ψεύδος ή ψέμα και που όμως δεν μπορεί να αποδοθεί με το ψεύτικος
    ⮡  η ψευδής δήλωση του νόμου 105 σημαίνει ότι έχει δηλωθεί σε αυτήν ένα ψέμα, ενώ η «ψεύτικη» δήλωση του νόμου 105 μπορεί να σημαίνει ότι ήταν πλαστό, μη έγκυρο το έντυπο
    ⮡  ο ψευδής ισχυρισμός / το ψευδές σχόλιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ψευδής τὸ ψευδές
      γενική τοῦ/τῆς ψευδοῦς τοῦ ψευδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ψευδεῖ τῷ ψευδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ψευδ τὸ ψευδές
     κλητική ! ψευδές ψευδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ψευδεῖς τὰ ψευδ
      γενική τῶν ψευδῶν τῶν ψευδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ψευδέσ(ν) τοῖς ψευδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ψευδεῖς τὰ ψευδ
     κλητική ! ψευδεῖς ψευδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψευδεῖ τὼ ψευδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ψευδοῖν τοῖν ψευδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδής < ψεύδω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ψευδής, -ής, -ές (το ουδέτερο, ψευδές ως επίθετο, είναι μεταγενέστερο, στην ιωνική διαφέρει η κλίση π.χ. ψευδέα ο πλ. του ουδετέρου)

  1. ο ψευδής
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 117.2
    ὁ δὲ Ἅρπαγος, ὡς εἶδε τὸν βουκόλον ἔνδον ἐόντα, οὐ τρέπεται ἐπὶ ψευδέα ὁδόν, ἵνα μὴ ἐλεγχόμενος ἁλίσκηται, ἀλλὰ λέγει τάδε·
    Κι ο Άρπαγος, όταν είδε να είναι εκεί μέσα και ο βοσκός, δεν καταφεύγει σε ψεύτικες ιστορίες, για να μην πιαστεί επάνω στην ανάκριση, παρά λέει τα ακόλουθα:
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 1311 (1310-1312)
    ἡ δ᾽ εἰς ἔλεγχον μὴ πέσηι φοβουμένη | ψευδεῖς γραφὰς ἔγραψε καὶ διώλεσεν | δόλοισι σὸν παῖδ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως ἔπεισέ σε.
    Κι αυτή απ᾽ το φόβο μην ξεσκεπαστεί | γράφοντάς σου το ψεύτικό της γράμμα σ᾽ απάτησε | και χάλασες το γιο σου πιασμένος στην παγίδα της.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  2. (με παθητική έννοια) εκείνος που εξαπατήθηκε από ένα ψέμα, ο διαψευσμένος, ξεγελασμένος, εξαπατημένος
    ※  ψευδὴς γενομένη καὶ παθοῦσ᾽ ἀνάξια (η Κληταιμνήστρα όταν κατάλαβε ότι δεν κάλεσαν την Ιφιγένεια για γάμο, Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 851)
  3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὰ ψευδῆ: τα ψέματα
    ⮡  ψευδῶν συγκολλητής
  4. πιθανόν το όμοιο, το αντίγραφο και μεταφορικά οι πίθηκοι, καθώς η φράση ψευδέων ἀγορή που αναφέρει ο Ιπποκράτης ως περιοχή κρούσματος (Επιδημ. βιβλίο 3ο, περιστατικό 8ο) μεταφράζεται και αγορά πιθήκων, λόγω πιθανώς της ομοιότητάς τους προς τον άνθρωπο. Άλλοι αποδίδουν την περιοχή όμως ως "αγορά των ψευδών"

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως