κρένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρένω < μεσαιωνική ελληνική κρένω < αρχαία ελληνική κρίνω
Ρήμα
[επεξεργασία]κρένω (λαϊκότροπο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κρίνω