αἰθήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αἰθηρ- αἰθερ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ ἡ |
αἰθήρ | οἱ αἱ |
αἰθέρες | ||||
γενική | τοῦ τῆς |
αἰθέρος | τῶν | αἰθέρων | ||||
δοτική | τῷ τῇ |
αἰθέρῐ | τοῖς ταῖς |
αἰθέρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν τὴν |
αἰθέρᾰ | τοὺς τὰς |
αἰθέρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | αἰθήρ | αἰθέρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰθέρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰθέροιν | ||||||
Στον Όμηρο, θηλυκό. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀθήρ' όπως «ἀθήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰθήρ < αἴθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eydʰ- καίω, φλέγω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αἰθήρ αρσενικό και στον Όμηρο, θηλυκό
- ο αιθέρας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αἰθήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰθήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἀθήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀθήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά ή θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά ή θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀθήρ' αρσενικά ή θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)