ένατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένατος η ένατη το ένατο
      γενική του ένατου της ένατης του ένατου
    αιτιατική τον ένατο την ένατη το ένατο
     κλητική ένατε ένατη ένατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένατοι οι ένατες τα ένατα
      γενική των ένατων των ένατων των ένατων
    αιτιατική τους ένατους τις ένατες τα ένατα
     κλητική ένατοι ένατες ένατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

ένατος, -η, -ο

  1. (τακτικό) που ακολουθεί τον όγδοο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν εννιά (9)
  2. ο ένας από τους εννιά ίσους όρους ενός συνόλου

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]