élan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
élan élans

élan (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) η άλκη
  2. η φόρα