élan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
élan | élans |
élan (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η άλκη
- η φόρα
ενικός | πληθυντικός |
élan | élans |
élan (fr) αρσενικό