écarter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
écarter < δημώδης λατινική exquartare < quartus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.kaʁ.te/
 

écarter (fr)

  1. παραμερίζω
  2. απομακρύνω
  3. (ιδιωματικό) χάνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
écarter < carte

écarter (fr)

  • (σε χαρτοπαίγνιο) ρίχνω μερικά χαρτιά για να τα συμπληρώσω την επόμενη φορά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]