viewing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
viewing viewings

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvjuː.ɪŋ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

viewing (en)

  1. η προβολή
  2. η τηλεθέαση
     συνώνυμα: viewing figures
  3. η επιθεώρηση, η εξέταση
     συνώνυμα: inspection

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

viewing (en)

  • viewing - Cambridge Dictionary online