uni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uni | unis |
θηλυκό | unie | unies |
uni (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- uni < συντόμευση του université
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
uni | unis |
uni (fr) θηλυκό
- (οικείο) το πανεπιστήμιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]uni (fi)