uni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Uni

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό uni unis
θηλυκό unie unies

uni (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ενωμένος / ηνωμένος
  2. μονόχρωμος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uni < συντόμευση του université

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
uni unis

uni (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) το πανεπιστήμιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uni (fi)

Συγγενικά

[επεξεργασία]