telefoni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
telefoni < γαλλική téléphoner, ελληνική τηλεφωνώ...
ρήμα telefoni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας telefonas telefonanta telefonata
αόριστος telefonis telefoninta telefonita
μέλλοντας telefonos telefononta telefonota
υποθετική telefonus - -
προστακτική telefonu - -

telefoni (eo)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

telefoni (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

telefoni (fi)