tartelette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tartelette < υποκοριστικό του tarte
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tartelette | tartelettes |
tartelette (fr) θηλυκό
- μικρή τάρτα