tubulus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tubulus αρσενικό υποκοριστικό του tubus
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tubulus | tubulī |
γενική | tubulī | tubulōrum |
δοτική | tubulō | tubulīs |
αιτιατική | tubulum | tubulōs |
κλητική | tubule | tubulī |
αφαιρετική | tubulō | tubulīs |