soi-disant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
soi-disant < soi + disant

Επίθετο

[επεξεργασία]

soi-disant (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο