standing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
standing | standings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]standing (en)
- κοινωνική θέση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]standing (en)
ενικός | πληθυντικός |
standing | standings |
standing (en)
standing (en)