ridiculisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ridiculisation < ridicule

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁidikylizasjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ridiculisation ridiculisations

ridiculisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]