ridicule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ridicule < λατινική ridiculus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁidikyl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ridicule ridicules

ridicule (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]