past
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | past |
συγκριτικός | more past |
υπερθετικός | most past |
past (en)
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | past |
συγκριτικός | more past |
υπερθετικός | most past |
past (en)
- (μετά από ρήμα κίνησης) περνάω, από δίπλα
- ⮡ I run/lurch/limp past.
- Περνώ τρέχοντας/τρεκλίζοντας/κουτσαίνοντας.
- ⮡ a whole month went past - πέρασε ένας ολόκληρος μήνας
- ⮡ I run/lurch/limp past.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]past (en)
- (μόνο ενικός, the past) το παρελθόν, τα περασμένα, το χρονικό διάστημα πριν από αυτή τη στιγμή, ο χρόνος που πέρασε
- ⮡ There is the natural human tendency to embellish the past.
- Υπάρχει η φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
- ⮡ I remember the past nostalgically.
- Θυμάμαι νοσταλγικά τα περασμένα.
- ⮡ There is the natural human tendency to embellish the past.
- (γραμματική) ο αόριστος
Πρόθεση
[επεξεργασία]past (en)
- πέρα από, μετά από, περνάω, μετά από ένα χρονικό σημείο
- ⮡ Past two you won’t find me in the office.
- Πέρα από τις δύο δε θα με βρεις στο γραφείο.
- ⮡ five past ten - δέκα και πέντε (η ώρα)
- ⮡ It is past midnight.
- Πέρασαν τα μεσάνυχτα.
- ⮡ Past two you won’t find me in the office.
- πέρα από την άλλη πλευρά κάποιου ή κάτι
- ⮡ You won’t go past the neighborhood.
- Δε θα φύγεις πέρα από τη γειτονιά.
- ⮡ You won’t go past the neighborhood.
- πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο
- ⮡ It’s past my ability.
- Είναι πέρα από τις δυνάμεις μου.
- ⮡ It’s past my ability.
Πηγές
[επεξεργασία]- past (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- past (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- past (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- past (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]past (sl)
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]past (cs) θηλυκό
- η παγίδα