pago
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pago | pagoj |
αιτιατική | pagon | pagojn |
pago (eo)
- η πληρωμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pago | pagoj |
αιτιατική | pagon | pagojn |
pago (eo)