p.m.

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

p.m. (en)

  • μ.μ., μετά μεσημβρίαν
    ⮡  The stores operate from eight a.m. until four p.m.
    Τα καταστήματα λειτουργούν από τις οχτώ π.μ. ως τις τέσσερις μ.μ.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]