louche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
louche louches

louche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ύποπτος
  2. στραβός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
louche louches

louche (fr) θηλυκό