link

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
link links

link (en)

  1. ο σύνδεσμος, ο δεσμός, ο κρίκος, μια σχέση ή σύνδεσμος μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων ή πραγμάτων
    ⮡  my last link to the past - ο τελευταίος μου δεσμός με το παρελθόν
    ⮡  the link between the past and the future - ο κρίκος μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος
     συνώνυμα:  affiliation, bond και tie
  2. ο κρίκος αλυσίδας
  3. (πληροφορική) συντομογραφία του hyperlink, ο σύνδεσμος, η σύνδεσηυπερσύνδεσμος) σε υπερκείμενο
    ⮡  I clicked the link to the next page of the website.
    Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου.
    Υπώνυμα: external link, internal link, incoming link (backlink)
  4. (τηλεπικοινωνίες), (δίκτυο υπολογιστών) το κανάλι, η ζεύξη
    ⮡  basic link acknowledged data transmission - γνωστοποιημένη μετάδοση δεδομένων βασικής ζεύξης [1]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • για το σύνδεσμο (γραμματική) δείτε conjunction
ενεστώτας link
γ΄ ενικό ενεστώτα links
αόριστος linked
παθητική μετοχή linked
ενεργητική μετοχή linking

link (en)

  1. συνδέω
  2. συσχετίζω, δηλώνω ή υποδηλώνω ότι υπάρχει σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων ή ανθρώπων
    ⮡  They linked the increase in crime with violent movies on TV.
    Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη associate

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.