link
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
link | links |
link (en)
- ο σύνδεσμος, ο δεσμός, ο κρίκος, μια σχέση ή σύνδεσμος μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων ή πραγμάτων
- ⮡ my last link to the past - ο τελευταίος μου δεσμός με το παρελθόν
- ⮡ the link between the past and the future - ο κρίκος μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος
- ≈ συνώνυμα: affiliation, bond και tie
- ο κρίκος αλυσίδας
- (πληροφορική) συντομογραφία του hyperlink, ο σύνδεσμος, η σύνδεση (ή υπερσύνδεσμος) σε υπερκείμενο
- ⮡ I clicked the link to the next page of the website.
- Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου.
- Υπώνυμα: external link, internal link, incoming link (backlink)
- ⮡ I clicked the link to the next page of the website.
- (τηλεπικοινωνίες), (δίκτυο υπολογιστών) το κανάλι, η ζεύξη
- ⮡ basic link acknowledged data transmission - γνωστοποιημένη μετάδοση δεδομένων βασικής ζεύξης [1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- για το σύνδεσμο (γραμματική) δείτε conjunction
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | link |
γ΄ ενικό ενεστώτα | links |
αόριστος | linked |
παθητική μετοχή | linked |
ενεργητική μετοχή | linking |
link (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Πηγές
[επεξεργασία]- link (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- link (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 212, 480. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεσμός, κρίκος