lime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lime limes

lime (fr) θηλυκό

  1. η λίμα
  2. (φρούτο) το γλυκολέμονο
  3. (φρούτο) το μοσχολέμονο