lighthouse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lighthouse | lighthouses |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lighthouse (en)
- ο φάρος
ενικός | πληθυντικός |
lighthouse | lighthouses |
lighthouse (en)