lent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lent (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]lent (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]lent (fr) αρσενικό lente θηλυκό(πληθυντικός lents, lentes)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]lent (ca)