labelled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]labelled (en)
- (βρετανική γραφή)
- που έχει ετικέτα
- που ορίζεται, που περιγράφεται ως κάτι
- (χημεία) αντικατεστημένος με ραδιενεργό ισότοπο
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]labelled (en)