kotka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kotka (pl) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η θηλυκή γάτα
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kotka (fi)