jogging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jogging (en)
- το τρέξιμο με σταθερό ρυθμό για σωματική άσκηση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]jogging (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του jog
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jogging (fr)
- το τρέξιμο