horion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
horion | horions |
horion (fr) αρσενικό
- δυνατό χτύπημα
ενικός | πληθυντικός |
horion | horions |
horion (fr) αρσενικό