holding company
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
holding company | holding companies |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]holding company (en)
- (οικονομία) εταιρεία συμμετοχών, ιθύνουσα εταιρεία· εταιρεία που δεν παράγει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες, αλλά έχει ως δραστηριότητα την κατοχή μετοχών, και διαφόρων άλλων χρεωγράφων, άλλων εταιρειών, ώστε να τις ελέγχει
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- holding company στην αγγλική Βικιπαίδεια
- parent company