gravel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gravel (en) (μη μετρήσιμο)

  • το χαλίκι, το σκύρο
    ⮡  a path covered in gravel - μονοπάτι στρωμένο με χαλίκι