graduation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
graduation < graduate + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

graduation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αποφοίτηση
    ⮡  With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
    Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας.
  2. η βαθμονομική εγχάραξη



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
graduation < graduer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
graduation graduations

graduation (fr) θηλυκό