give birth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | give birth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives birth |
αόριστος | gave birth |
παθητική μετοχή | given birth |
ενεργητική μετοχή | giving birth |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]give birth (en) (ιδιωματισμός)
- γεννώ (παιδί)
- ⮡ she gave birth to twins - γέννησε δίδυμα
- (μεταφορικά) επινοώ κάτι το καινούριο