foundation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
foundation | foundations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]foundation (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) το θεμέλιο, το υπόβαθρο, οτιδήποτε αποτελεί στήριγμα, συνιστά προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη πράγματος
- (μετρήσιμο) το ίδρυμα, ένας οργανισμός που ιδρύθηκε για να παρέχει χρήματα για συγκεκριμένο σκοπό
- (μη μετρήσιμο) η ίδρυση, η πράξη της ίδρυσης ενός νέου ιδρύματος ή οργανισμού
- ⮡ the foundation of a political party - η ίδρυση ενός κόμματος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη establishment
- (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) το θεμέλιο, το υπόβαθρο, η υλική βάση ενός κτιρίου
- ⮡ The house was shaken from its foundations.
- Το σπίτι σείστηκε από τα θεμέλια.
- ⮡ The platform collapsed when the foundations which were supporting it gave way.
- Η εξέδρα κατέρρευσε όταν υποχώρησαν τα υπόβαθρα που τη στήριζαν.
- ⮡ The house was shaken from its foundations.
Πηγές
[επεξεργασία]- foundation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 370, 384. ISBN 9780194325684., λήμμα: θεμέλιο, ίδρυμα