follow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας follow
γ΄ ενικό ενεστώτα follows
αόριστος followed
παθητική μετοχή followed
ενεργητική μετοχή following

follow (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακολουθώ, πηγαίνω πίσω από κάποιον ή κάτι
    ⮡  You go ahead and I will follow you.
    Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω.
    ⮡  The visitors were following the guide in the tour of the archeological site.
    Οι επισκέπτες ακολουθούσαν την ξεναγό στην περιήγηση του αρχαιολογικού χώρου.
  2. (μεταβατικό) ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον για να παρατηρώ τις κινήσεις, τις δραστηριότητες κάποιου
    ⮡  Someone unknown/a car was following us.
    Κάποιος άγνωστος/ένα αυτοκίνητο μας ακολουθούσε.
    ⮡  The police are following the suspect.
    Η αστυνομία παρακολουθεί τον ύποπτο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακολουθώ, πηγαίνω ύστερα από κάποιον ή κάτι άλλο σε χρόνο ή πίσω από κάποιον ή κάτι σε σειρά
    ⮡  He left first and in a few days his family followed.
    Πρώτα έφυγε εκείνος και σε λίγες μέρες ακολούθησε η οικογένειά του.
    ⮡  Spring follows winter.
    Η άνοιξη ακολουθεί το χειμώνα.
    ⮡  The sequel to the article will be published in the issue that follows.
    Στο τεύχος που θα ακολουθήσει θα δημοσιευτεί η συνέχεια του άρθρου.
    ⮡  The earthquake was followed by/with panic and mayhem.
    Το σεισμό ακολούθησε πανικός και αναστάτωση.
    ⮡  The first clashes were followed (up) by/with other fierce ones.
    Τις πρώτες συγκρούσεις ακολούθησαν άλλες αγριότερες.
  4. (μεταβατικό) ακολουθώ, δέχομαι συμβουλές, οδηγίες κτλ. και κάνω ό,τι μου έχουν πει ή μου έχουν δείξει να κάνω
    ⮡  I will faithfully follow the doctor’s instructions.
    Θα ακολουθήσω πιστά τις οδηγίες του γιατρού.
    ⮡  The economic policy they followed was devastating for the country.
    Η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν ήταν καταστρεπτική για τη χώρα.
    ⮡  The treatment followed had no effect.
    Η θεραπεία που ακολουθήθηκε δεν είχε αποτέλεσμα.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακολουθώ, δέχομαι κάποιον ή κάτι ως οδηγός, αρχηγός ή παράδειγμα
    ⮡  We’re following her example.
    Ακολουθούμε το παράδειγμά της.
    ⮡  He followed the family tradition and became a lawyer.
    Ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση και έγινε δικηγόρος.
  6. (μεταβατικό) ακολουθώ δρόμο, μονοπάτι κτλ.
    ⮡  Follow the main road until its end.
    Να ακολουθήσεις τον κεντρικό δρόμο ως το τέρμα του.
    ⮡  He followed the animal’s tracks.
    Ακολούθησε τα ίχνη του ζώου.
  7. (μεταβατικό) ακολουθώ, εξελίσσομαι ή γίνομαι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  The case will follow its course.
    Η υπόθεση θα ακολουθήσει την πορεία της.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]