follow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | follow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | follows |
αόριστος | followed |
παθητική μετοχή | followed |
ενεργητική μετοχή | following |
Ρήμα
[επεξεργασία]follow (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακολουθώ, πηγαίνω πίσω από κάποιον ή κάτι
- ⮡ You go ahead and I will follow you.
- Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω.
- ⮡ The visitors were following the guide in the tour of the archeological site.
- Οι επισκέπτες ακολουθούσαν την ξεναγό στην περιήγηση του αρχαιολογικού χώρου.
- ⮡ You go ahead and I will follow you.
- (μεταβατικό) ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον για να παρατηρώ τις κινήσεις, τις δραστηριότητες κάποιου
- ⮡ Someone unknown/a car was following us.
- Κάποιος άγνωστος/ένα αυτοκίνητο μας ακολουθούσε.
- ⮡ The police are following the suspect.
- Η αστυνομία παρακολουθεί τον ύποπτο.
- ⮡ Someone unknown/a car was following us.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακολουθώ, πηγαίνω ύστερα από κάποιον ή κάτι άλλο σε χρόνο ή πίσω από κάποιον ή κάτι σε σειρά
- ⮡ He left first and in a few days his family followed.
- Πρώτα έφυγε εκείνος και σε λίγες μέρες ακολούθησε η οικογένειά του.
- ⮡ Spring follows winter.
- Η άνοιξη ακολουθεί το χειμώνα.
- ⮡ The sequel to the article will be published in the issue that follows.
- Στο τεύχος που θα ακολουθήσει θα δημοσιευτεί η συνέχεια του άρθρου.
- ⮡ The earthquake was followed by/with panic and mayhem.
- Το σεισμό ακολούθησε πανικός και αναστάτωση.
- ⮡ The first clashes were followed (up) by/with other fierce ones.
- Τις πρώτες συγκρούσεις ακολούθησαν άλλες αγριότερες.
- ⮡ He left first and in a few days his family followed.
- (μεταβατικό) ακολουθώ, δέχομαι συμβουλές, οδηγίες κτλ. και κάνω ό,τι μου έχουν πει ή μου έχουν δείξει να κάνω
- ⮡ I will faithfully follow the doctor’s instructions.
- Θα ακολουθήσω πιστά τις οδηγίες του γιατρού.
- ⮡ The economic policy they followed was devastating for the country.
- Η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν ήταν καταστρεπτική για τη χώρα.
- ⮡ The treatment followed had no effect.
- Η θεραπεία που ακολουθήθηκε δεν είχε αποτέλεσμα.
- ⮡ I will faithfully follow the doctor’s instructions.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακολουθώ, δέχομαι κάποιον ή κάτι ως οδηγός, αρχηγός ή παράδειγμα
- ⮡ We’re following her example.
- Ακολουθούμε το παράδειγμά της.
- ⮡ He followed the family tradition and became a lawyer.
- Ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση και έγινε δικηγόρος.
- ⮡ We’re following her example.
- (μεταβατικό) ακολουθώ δρόμο, μονοπάτι κτλ.
- ⮡ Follow the main road until its end.
- Να ακολουθήσεις τον κεντρικό δρόμο ως το τέρμα του.
- ⮡ He followed the animal’s tracks.
- Ακολούθησε τα ίχνη του ζώου.
- ⮡ Follow the main road until its end.
- (μεταβατικό) ακολουθώ, εξελίσσομαι ή γίνομαι με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ The case will follow its course.
- Η υπόθεση θα ακολουθήσει την πορεία της.
- ⮡ The case will follow its course.