fish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fish | fish / fishes |
fish (en)
- το ψάρι
- ⮡ I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.
- Γαρνίρω το ψάρι με μαϊντανό και φέτες λεμονιού.
- ⮡ I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fishes |
αόριστος | fished |
παθητική μετοχή | fished |
ενεργητική μετοχή | fishing |
fish (en)
- (αμετάβατο) ψαρεύω, με τη χρήση καλαμιού προσπαθώ να πιάσω ψάρια
- ⮡ I go fishing every day.
- Ψαρεύω κάθε μέρα.
- ⮡ I go fishing every day.
- (αμετάβατο) (με for ή around for) ψαρεύω, εκμαιεύω από κάποιον τις προθέσεις του, κάποιο μυστικό ή άλλες πληροφορίες
- ⮡ I fish for secrets/compliments out of someone.
- Ψαρεύω μυστικά/κομπλιμέντα από κάποιον.
- ⮡ I fish for secrets/compliments out of someone.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- fish (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fish (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 984-985. ISBN 9780194325684., λήμμα: ψαρεύω